Η Μικρασιατική Καταστροφή και οι πληθυσμιακές ανταλλαγές που την ακολούθησαν οδήγησαν σε μια πολιτισμική ώσμωση που άλλαξε τη ζωή και την ιστορία των κατοίκων της Κρήτης.
Η παράσταση αφορμάται από εικόνες άφιξης και υποδοχής, αποχωρισμού και εγκατάλειψης σε αυτό το κομβικό σημείο ενός λιμανιού. Τα λιμάνια, σημεία μεταιχμιακά για ανθρώπους σε αναζήτηση καταφυγίου, ορμητηρίου, διαφυγής, ταυτότητας, πατρίδας.
Πρόσφυγες του τότε και πρόσφυγες του τώρα, απόγονοι προσφύγων και ντόπιοι που τους υποδέχτηκαν, έγγραφα, δημοσιεύσεις, λογοτεχνικά αποσπάσματα, ποιήματα, τραγούδια, μαρτυρίες έρχονται στο φως για να αφηγηθούν στους θεατές μια ιστορία που εμπλέκει λαούς και πολιτισμούς μέχρι σήμερα. Ένας σύγχρονος Χορός ανθρώπων επί σκηνής «παγιδεύεται» ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα σε μια πορεία εξερεύνησης που ακολουθεί τα ίχνη της κοινής αεικίνητης ανθρώπινης εμπειρίας.
Πώς μοιάζουνε οι άνθρωποι! Άμα τους αφήνουμε ελεύθερους αμέσως ενώνονται, αγαπιούνται.
Γλώσσα. Μια γέφυρα που φτάνει στην καρδιά του συνομιλητή και δημιουργεί δεσμό και δέσμευση μαζί… Ε, και το φαΐ! Τρεις γενιές. Μικρασιάτες και Τουρκοκρητικοί συναντιούνται σε έναν κοινό τόπο, το τραπέζι. Μαγειρεύουν. Νοσταλγούν.
Νοσταλγία είναι πράμα παλιό που θυμάσαι. Ιστορία είναι πράμα παλιό που δε θυμάσαι. Με βγάλανε οι γονείς Οζλέμ, θα πει «νοσταλγία», για την πατρίδα που νοσταλγούν και Πελαγία για το πέλαγο που μας ενώνει…
Τι είναι πρόσφυγας; Ταυτότητα; Πατρίδα; Ποιος ο κοινός τόπος; Μες στην πολυπλοκότητα πολιτικών αποφάσεων μπορούν να ακουστούν τέτοιοι ψίθυροι;
Ένα έργο βασισμένο στις μνήμες μας και στις αφηγήσεις που κατέγραψε η Μαρία Τσιριμονάκη στο βιβλίο της Αυτοί που έφυγαν, αυτοί που ήρθαν.
Τον Σεπτέμβρη του 1922, ένας Αμερικανός πολίτης ναυλώνει το πλοίο Mimosa που θα μεταφέρει δύο χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας στον Πειραιά. Ανάμεσα στους ξεριζωμένους επιβάτες ταξιδεύει και ένας τριμελής θίασος. Ένα αλλόκοτο βαριετέ ζωντανεύει στο κατάστρωμα του Mimosa.
Οι τρεις θεατρίνοι σκέφτονται δυνατά, παίζουν μουσική, χορεύουν, τραγουδούν, αφηγούνται, ακροβατώντας πάνω στη λεπτή γραμμή όπου τα όρια του τραγικού και του κωμικού διαπλέκονται. Καταμεσής στο πέλαγος, μας παρασύρουν στη δίνη της ανθρώπινης ψυχής, στην προσπάθειά της να επιζήσει, να ριζώσει, να εξομολογηθεί, να ξαναβρεί το χαμόγελο, να πιστέψει ξανά.
Η μυθοπλασία συναντά το ντοκουμέντο σε αυτή τη σκοτεινή κωμωδία πάνω στις πολλαπλές περιπέτειες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αντλώντας υλικό από τα βαθιά αδιέξοδα του Εθνικού Διχασμού, η παράσταση ανασυνθέτει, σε ένα μυθοπλαστικό πλαίσιο, ήρωες της εποχής που αγωνίστηκαν για το αβέβαιο αύριο της ενσωμάτωσης.
Η Εταιρεία Θεάτρου ΜΝΗΜΗ, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, επιστρέφει στην ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών μέσα από την εμβληματική «Πάροδο» του Κοσμά Πολίτη, κεφάλαιο που παρεμβάλλεται στη μέση του μυθιστορήματός του Στου Χατζηφράγκου και μας «εισάγει» στη μεγαλύτερη τραγωδία που βίωσε ο ελληνισμός από γενέσεως ελληνικού κράτους.
Η λογοτεχνική αξία του είναι απαράμιλλη, καθώς καταφέρνει να λειτουργήσει στη φαντασία μας τόσο μεταφορικά σε σχέση με την αξία και την ομορφιά ενός τόπου όσο και κυριολεκτικά, μεταφέροντάς μας στο επίκεντρο της τραγωδίας που εκτυλίχθηκε τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του ’22 στην παραλία της Σμύρνης.
Η θεατρική παραγωγή συνδυάζεται με την πρωτότυπη μουσική του πιανίστα-συνθέτη Δημήτρη Ντρουμπογιάννη, η οποία και θα εκτελείται ζωντανά επί σκηνής από τρεις μουσικούς.
Σε μια σκηνή-αρχαιολογικό χώρο, πέντε Κεφαλονίτες καλλιτέχνες που ζουν και δημιουργούν στο 2022 ζωντανεύουν αφηγήσεις από τις μέρες του 1922, σιγοτραγουδούν μελωδίες, ψάχνουν τον μίτο που τους συνδέει με τους προγόνους τους, που είτε γεννήθηκαν στην Κεφαλονιά ή στην Ιθάκη είτε βρέθηκαν εκεί κυνηγημένοι, ορφανοί και φοβισμένοι. Συνεργάζονται μαζί τους ένας Βρετανός σχεδιαστής φωτισμών, μια ξενιτεμένη Κεφαλονίτισσα σκηνογράφος και ένας σκηνοθέτης που έχει ρίζες στην Καππαδοκία.
Στην παράσταση παρουσιάζεται αρχειακό υλικό από την υποδοχή των 7.000 προσφύγων και από την ενσωμάτωση όσων, τελικά, παρέμειναν στα δυο νησιά.
Χωρίς θλίψη, αλλά με τη διάθεση να μεταδώσουμε το κλίμα της εποχής και μαζί να επανακαθορίσουμε την έννοια του «πρόσφυγα». Γιατί η Προσφυγιά δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός στην παγκόσμια ιστορία.
Οι συντελεστές της παράστασης προσεγγίζουν τα θέματα της Μικρασιατικής Καταστροφής μέσα από ποιήματα Μικρασιατών ποιητών, οι στίχοι των οποίων χαρακτηρίζονται από έντονη θρηνητική διάθεση, ανάλογη της τραγικότητας των γεγονότων του 1922.
Το συλλογικό τραύμα της απώλειας του «Παραδείσου» αντηχεί μέσα στα ποιήματα των προσφύγων-ποιητών, αποτελώντας σύνδεση με τις αντίστοιχες σημερινές καταστάσεις αλλά και ευρύτερα με τον θρήνο για την απώλεια ανθρώπων, τόπων, εστιών, σχέσεων και ελευθεριών. Η παράσταση στοχεύει στο να δημιουργήσει ένα ασφαλές πλαίσιο για μια διαφορετική θρηνητική τελετή αλλά και έναν ανοιχτό χώρο στοχασμού πάνω στα θέματα της απώλειας και της προσφυγιάς.
Εστιάζοντας λιγότερο στη λεπτομερή αφήγηση των γεγονότων της Καταστροφής και περισσότερο στη συναισθηματική τους πρόσληψη και στη συμβολική τους απεικόνιση, γύρω από τη Σκηνή 22 αναπτύσσεται ένα τελετουργικό δρώμενο άρσης του πένθους και ύμνου της ειρήνης και της ζωής.
Συνεχίζοντας την έρευνά της στις διαγενεακές συμμετοχικές αφηγήσεις, η δημιουργική ομάδα του ΕΦΑΜΙΛΛΟΝ επικεντρώνεται στη Μικρασιατική Καταστροφή και την ιστορία δύο τόπων που συνδέθηκαν άμεσα με τους πρόσφυγες του 1922. Η Νίκαια, και το νησί της Χίου, ένας από τους βασικότερους πρώτους σταθμούς των εκδιωγμένων.
Βασική δραματουργική αφετηρία αποτελεί η έννοια του οίκου, τόσο ως υλική έκφραση της εδαφικοποίησης των σχέσεων στον χώρο όσο και ως νοητική κατασκευή. Στη σκηνή, λοιπόν, τοποθετείται ένα σπίτι, σκηνικός δείκτης κάθε χαμένης οικίας των προσφύγων και ταυτόχρονα κάθε πρώτης απόπειρας να δημιουργήσουν νέα στέγη.
Η δραματουργία αντλεί μαρτυρίες και αρχειακό υλικό από τις ενώσεις των προσφύγων, σε διάλογο με τις μελωδίες των μαθητών του Μουσικού Σχολείου Χίου, σε μια σκηνική μείξη θεάτρου και μουσικής, που γίνεται η γέφυρα ανάμεσα στους δύο τόπους και στις δύο εποχές.
Το Μαύρο ταξίδι είναι η αληθινή μαρτυρία ενός νεαρού Έλληνα που στρατολογήθηκε για να συμμετάσχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Η bijoux de kant μιλά για τις ζωτικές ανάγκες, την πείνα, τη δίψα αλλά και για τη σκληρότητα που φυτεύει ο πόλεμος στις ψυχές όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Μιλά για τον διωγμό, την προσφυγιά και τη νέα πολιτισμική ταυτότητα του ελλαδικού χώρου. Σε ένα πεδίο μνήμης, σε ένα τοπίο θραυσμάτων, ένας άγνωστος στρατιώτης του Μηχανικού Τάγματος περιγράφει γλαφυρά την πληγή του ξεριζωμού και ξαναγράφει την ιστορία.
Συντροφιά του ένας Άγγελος, ο νεαρός εαυτός του αλλά και οι ανατολίτικοι ήχοι της Μικρασίας από μια κόρη των Αθηνών που τραγουδά στους σμυρναίικους ρυθμούς μιας πολιτισμικά νέας Ελλάδας.
Με αφορμή τη Μικρασιατική Καταστροφή, η παράσταση ασχολείται με το αινιγματικό κείμενο του Γιώργου Χειμωνά «Ο γιατρός Ινεότης».
Η περιπλάνηση και η Ιστορία των μαζών, η Ιστορία του γένους, το γένος των ανθρώπων και το τέλος τους για να αναγεννηθεί μοιραία το καινούριο, είναι η ουσία της Μικρασιατικής Καταστροφής και ο κοινός τόπος με το κείμενο του Γιώργου Χειμωνά. Ο Χειμωνάς γράφει αφηγήσεις που διακόπτονται όπως τα όνειρα και το ονειρικό στοιχείο της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Δεσκάτης Γρεβενών είναι το ταρκοφσκικό σκηνικό που ταιριάζει στην ποιητική γραφή του κειμένου.
Η μη ρεαλιστική εκφορά του λόγου, η εικόνα, η μουσική, καθώς και το τραγούδι, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν την παράσταση.
Πρόκειται για μια παράσταση που συνδυάζει αποσπάσματα από τις Ικέτιδες του Αισχύλου, ιστορικά στοιχεία, μαρτυρίες, παραδοσιακά ακούσματα αλλά και πρωτότυπα κείμενα και τραγούδια, προκειμένου να φωτίσει το έπος της μετεγκατάστασης των νεαρών γυναικών που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των προσφυγικού πληθυσμού.
Οι νεαρές χήρες, ανύπαντρες και ορφανές Μικρασιάτισσες, στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν την επαγγελματική αλλά και προσωπική «αποκατάστασή» τους στην πατριαρχική Ελλάδα του ’22, γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από άντρες αλλά και ρατσισμού από Ελλαδίτισσες που τις βλέπουν ως αντίζηλες.
Τις αποκαλούν «παστρικές», όχι για να παινέψουν την αγάπη τους για τον καλλωπισμό και την καθαριότητα: εκείνα τα χρόνια στην Ελλάδα οι μόνες που –λόγω επαγγέλματος– πλένονταν συχνά ήταν οι πόρνες. Οι «τίμιες» γυναίκες δεν είχαν ανάγκη να «ξεπλυθούν» από καμιά «ντροπή»…